- φαλτσοστέκα
- η, Νβλ. φαλτσαστέκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαλτσαστέκα — και φαλτσοστέκα και φαλτσοστεκιά, η, Ν 1. εσφαλμένο χτύπημα τής σφαίρας στο μπιλιάρδο 2. (κατ επέκτ.) αποτυχημένη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλτσος + στέκα] … Dictionary of Greek